αηδονολάλημα

αηδονολάλημα
τό
1) см. αηδόνισμα; 2) нежная речь; нежный голос

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αηδονολάλημα" в других словарях:

  • αηδονολάλημα — το [αηδονολαλώ] 1. κελάηδημα αηδονιού 2. γλυκό τραγούδι 3. στον πληθ. φλυαρίες …   Dictionary of Greek

  • αηδονολάλημα — το, ατος το κελάδημα του αηδονιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αηδονολαλώ — 1. τραγουδώ γλυκά σαν αηδόνι, γλυκολαλώ 2. (ειρωνικά) φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδόνι + λαλώ. ΠΑΡ. αηδονολάλημα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»